- λαίλαπες
- λαί̱λαπες , λαῖλαψfurious storm: fem nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
λαίλαπες — λαί̱λαπες , λαῖλαψ furious storm fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek